Πότε πρέπει να ξεκινήσει ένα παιδί το ταξίδι του στις ξένες γλώσσες;

Ίσως η πιο σύγχρονη άποψη για την εκμάθηση ξένων γλωσσών στην προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία συνοψίζεται στις φράσεις "Ποτέ δεν είναι υπερβολικά νωρίς για να αρχίσει η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας" και "Όσο πιο μικρό το παιδί τόσο πιο μητρική του". Σήμερα λοιπόν, καταρρίπτεται ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο το παιδί πρέπει να ξεκινήσει τις ξένες γλώσσες μετά τη δευτέρα ή την τρίτη δημοτικού. Αντίθετα υπάρχει κίνδυνος. Αν η εκμάθηση ξεκινήσει μετά τα οκτώ του χρόνια, ο μαθητής παύει να την κάνει μητρική και πάντα θα μεταφράζει.

ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Βασική αρχή για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε παιδιά μικρής ηλικίας είναι το παιδί να βρίσκεται στο επίκεντρο του γλωσσικού προγράμματος.  Το παιδί πρέπει να αναπτύσσει τις δεξιότητές του στην ξένη γλώσσα σύμφωνα με τις προσωπικές του δυνατότητες, δεδομένων μάλιστα των ιδιαίτερων αναγκών και ικανοτήτων του στην ηλικία αυτή. Το σωστό εκπαιδευτικό πρόγραμμα πρέπει να αποσκοπεί  στη συνολική ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού. Να είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να κινεί το ενδιαφέρον για τη γλώσσα-στόχο και να προκαλεί τα παιδιά να επικοινωνήσουν στην καινούργια γλώσσα. Να απαιτεί συμμετοχή και δράση, να διδάσκει ενδιαφέροντα θέματα με παιγνιώδη τρόπο, να επιτρέπει τους πειραματισμούς, να καλεί τα παιδιά να κινηθούν και να είναι δημιουργικά, με λίγα λόγια: να τους προσφέρει ποικίλες δυνατότητες ανάπτυξης.

ΦΟΒΟΙ

Πολύ συχνά, όμως, εκφράζονται φόβοι τόσο από τους γονείς των παιδιών όσο και από τους ίδιους τους διδάσκοντες. Επιχειρήματα όπως «το παιδί μου δε μιλάει ακόμα καλά τη μητρική του, πώς θα μιλήσει μια ξένη γλώσσα;», φοβάμαι πως θα μπερδέψει τις δυο γλώσσες και δε θα μάθει σωστά καμία», «το παιδί κουράζεται από την έκθεση στην ξένη γλώσσα από πολύ μικρό», «φοβάμαι πως θα μισήσει την ξένη γλώσσα αν πιεστεί από μικρή ηλικία» ακούγονται συχνά και παραπέμπουν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους σε φόβο που προκύπτει από την έλλειψη σωστής ενημέρωσης. Αντίθετα, τα παιδιά που μαθαίνουν από μικρά:

 Θα θεωρούν την εκμάθηση ξένων γλωσσών ευκολότερη μεγαλώνοντας,
 Θα θεωρούν ευκολότερη την επικοινωνία,
 Θα μαθαίνουν και θα απομνημονεύουν μέσα από το παιχνίδι και αυτό αποτελεί σημαντική βοήθεια για το σχολείο,
 Θα μαθαίνουν να είναι ανοιχτόμυαλα,
 Θα νιώθουν άνετα σε οποιαδήποτε χώρα,
 Θα αυξάνουν τις πιθανότητες εύρεσης εργασίας,
 Θα γοητεύονται από τους ξένους πολιτισμούς και
 Θα εκτιμούν το δικό τους πολιτισμό.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

Είναι ζωτικής σημασίας η κατάλληλη εκπαίδευση και συνεχής επιμόρφωση των καθηγητών ξένων γλωσσών που καλούνται να διδάξουν στις μικρές ηλικίες: τονίζεται πως φέρουν σημαντική ευθύνη, καθώς τυχόν αρνητική εμπειρία εκμάθησης ξένων γλωσσών στην πρώιμη και πρώτη σχολική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε ισόβια αποτροπή. Οι καθηγητές ξένων γλωσσών, πρέπει επομένως, όχι μόνο να έχουν την απαραίτητη ευχέρεια στη χρήση της γλώσσας – στόχου, αλλά και ευρεία κλίμακα παιδαγωγικών δεξιοτήτων, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διδασκαλία ξένων γλωσσών σε πολύ μικρά παιδιά. Πάνω από όλα, χρειάζεται αγάπη για τα παιδιά και διάθεση συναισθηματικής σύνδεσης μαζί τους.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΟΝΕΑ

Τα παιδιά, προσχολικής ή σχολικής ηλικίας, δεν έχουν εσωτερικά κίνητρα για να μάθουν μία ξένη γλώσσα. Θεμελιώδους σημασίας, κατά συνέπεια, είναι η στάση των γονέων και του περιβάλλοντος του παιδιού απέναντι στην εκμάθηση ξένης γλώσσας. Τα μικρά παιδιά σε αντίθεση με τους εφήβους έχουν ως πρότυπο βασικά τους γονείς τους και επηρεάζονται στο μέγιστο βαθμό από την στάση τους απέναντι στα πράγματα. Επομένως, αν ένα παιδί διδάσκεται μία ξένη γλώσσα και στο μάθημα έμαθαν, για παράδειγμα, ένα τραγούδι, το οποίο είχαν μάθει και την προηγούμενη φορά - η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως και δη στις ηλικίες αυτές - και ο γονιός πει: «πάλι τα ίδια;», είναι σίγουρο πως το παιδί θα επαναλάβει την ίδια φράση απαξιωτικά στο επόμενο μάθημα.

Αντίθετα, οι γονείς αποτελούν έναν αναντικατάστατο συνεργάτη για τους διδάσκοντες, στην προσπάθεια που καταβάλλουν να διαμορφώσουν με επιτυχία τα προγράμματα εκμάθησης ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία. Μπορούν να υποστηρίξουν τη μαθησιακή εξέλιξη των παιδιών τους και να δημιουργήσουν σημαντικές προϋποθέσεις για την επιτυχή του πορεία. Αν επιδεικνύουν προς τα έξω και κυρίως στο παιδί τους, μια θετική στάση προς την εκμάθηση ξένων γλωσσών και ενθαρρύνουν το παιδί τους στην προσπάθειά του, τότε αυτό θα αποκτήσει κίνητρα και θα μαθαίνει ευχάριστα.

Ενδιαφέρον για το περιεχόμενο, έπαινος και ενθάρρυνση, ακόμη και εκτός σχολείου, είναι σημαντικοί παράγοντες, ώστε να αναπτύξει το παιδί ενδιαφέρον για μια ξένη γλώσσα. Για το λόγο αυτό νηπιαγωγεία, σχολικά ιδρύματα και κέντρα ξένων γλωσσών πρέπει να εμπλέκουν τους γονείς στον προγραμματισμό και να επιζητούν την υποστήριξή τους. Όσο πιο στενά συνεργάζονται το νηπιαγωγείο, το σχολείο, το κέντρο ξένων γλωσσών και οι γονείς, τόσο μεγαλύτερα οφέλη έχει το παιδί.

Ο ρόλος του γονέα, λοιπόν, εκτός από τη θετική στάση που καλείται να υιοθετήσει απέναντι στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, μπορεί να επεκταθεί. Μπορεί να είναι ο πρώτος που θα φέρει σε επαφή το παιδί του με την ξένη γλώσσα που κατέχει, όχι διδάσκοντάς το φυσικά, αλλά διαβάζοντάς του παραμύθια στη γλώσσα-στόχο, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να βλέπει βίντεο ή να παίζει παιχνίδια στη γλώσσα-στόχο, ακόμα και μιλώντας του αποκλειστικά στη γλώσσα-στόχο. Είναι απίστευτο πόσα πολλά πράγματα μπορεί να μάθει ένα νήπιο έστω και μέσα από μια σύντομη, τακτική και ευχάριστη πάντα ενασχόληση με το γονιό του στην ξένη γλώσσα.

 

Βιβλιογραφία

"Διδασκαλία ξένων γλωσσών σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας", Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

"Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες" (2001), Συμβούλιο της Ευρώπης.

"Οδηγίες Νυρεμβέργης για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία" (2010), Ινστιτούτο Γκαίτε.